-
1 βούλλα
βούλλ||α η1) печать; пломба (на двери и т. п.); 2) булла, папская грамота; 3) пятно; пятнышко, крапинка;με βούλλες — в крапинку, с крапинками;
4) вырез (у арбуза, дыни);πεπόνι (καρπούζι) με τη βούλλα — дыня (арбуз), продающиеся навырез;
5) ямочка (чаще на щеках);§ βάλε βούλλα — запомни хорошенько; — заруби себе на носу;
βάζω βούλλα — пломбировать
См. также в других словарях:
βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική … Dictionary of Greek